λιπερνής

λιπερνής
λῐπερν-ής, ῆτος,
A poor, forlorn, outcast,

ὦ λιπερνῆτες πολῖται Archil.50

(borrowed by Cratin. 198); context doubtful in BCH11.161 ([place name] Lagina); = pupillus, ὀρφανός, Gloss.:—also [suff] λῐπερν-ήτης, ου, , AP9.649 (Maced.), EM566.50, restored by Schäfer in Longus 2.22 for λιπεργάτης:—fem. [suff] λῐπερν-ῆτις, ιδος, Call. Fr.66e, Epic.Oxy.1794.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιπερνής — λιπερνής, ῆτος, ὁ (Α) 1. φτωχός, άθλιος, παρίας, απόβλητος, έρημος 2. ορφανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, προήλθε από θ. λιπ (τού λείπω*) + ἔρνος «καρπός, βλαστός» (παρά τὸ λείπεσθαι ἐρνέων, ὅ ἐστι φυτῶν). Η λ.,… …   Dictionary of Greek

  • λιπέρνης — λιπερνέω to be poor imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπερνῆτες — λιπερνής poor fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπερνήτης — λιπερνήτης, ὁ, θηλ. λιπερνῆτις, ιδος (Α) [λιπερνής] λιπερνής* …   Dictionary of Greek

  • λιπερνώ — λιπερνῶ και λιφερνῶ, έω (Α) [λιπερνής] 1. (κατά το λεξ. Σούδα) είμαι φτωχός, πενιχρός 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες» …   Dictionary of Greek

  • λιφερνώ — λιφερνῶ, έω (Α) 1. λιπερνώ*, είμαι ισχνός, αδύνατος, λεπτοκαμωμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λιπερνής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”